- κολλύβων
- κόλλυβονsmall coinneut gen plκόλλυβοςsmall coinmasc gen plκόλλυβοςsmall coinneut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Κολλυβάδες — Κίνημα μοναχών που αναπτύχθηκε στο Άγιον Όρος κατά τον 18o και τον 19o αι., τα μέλη του οποίου, παραμένοντας πιστά στην αρχαία εκκλησιαστική παράδοση, αντιδρούσαν στη συνήθεια να τελούνται μνημόσυνα και να προσφέρονται κόλλυβα την ημέρα της… … Dictionary of Greek
κολλυβόζουμο — το ζουμί που προέρχεται από βράσιμο κολλύβων … Dictionary of Greek
τρικόλλυβον — τὸ, Α ευτελές νόμισμα που είχε αξία τριών κολλύβων. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + κόλλυβος «νόμισμα μικρής αξίας»] … Dictionary of Greek
ψυχοσάββατα — Στην Aνατ. Ορθόδοξη Εκκλησία ονομάζονται έτσι τα Σάββατα που είναι αφιερωμένα σε γενικό μνημόσυνο των νεκρών. Υπάρχουν δύο ψ. το Σάββατο της πρώτης εβδομάδας της Μεγάλης Σαρακοστής, το λεγόμενο ψ. των Αγίων Θεοδώρων, κατά το οποίο στην περίοδο… … Dictionary of Greek